- περιγελώ
- περιγελάω μετ.1) насмехаться, издеваться (над кем-чем-.ι.); 2) обманывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιγελώ — περιγελῶ, άω, ΝΜΑ γελώ ή, γενικά, συμπεριφέρομαι περιφρονητικά και κοροϊδευτικά εις βάρος κάποιου, εμπαίζω, χλευάζω νεοελλ. εξαπατώ, ξεγελώ αρχ. γελώ από παντού («γέλασε δὲ πᾱσα περὶ χθών», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
περιγελώ — περιγελάω / περιγελώ (παρατατ. συνήθως ούσα), περιγέλασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιγελώ — περιγέλασα, περιγελάστηκα, περιγελασμένος 1. γελώ σε βάρος κάποιου, κοροϊδεύω. 2. γελώ, εξαπατώ κάποιον: Όλοι τον περιγελούν. – Τον περιγέλασε και του φαγε τα λεφτά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιγελῶ — περιγελάω deride pres imperat mp 2nd sg περιγελάω deride pres subj act 1st sg (attic epic ionic) περιγελάω deride pres ind act 1st sg (attic epic ionic) περιγελάω deride pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) περιγελάω deride pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
συνεπιγελώ — άω, Α περιγελώ κάποιον με χαιρεκακία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιγελῶ «περιγελώ, εμπαίζω»] … Dictionary of Greek
αμυκτήριστος — η, ο αυτός που δεν μυκτηρίστηκε, δεν περιγελάστηκε, αχλεύαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + αρχ. μυκτηρίζω «περιγελώ κάποιον στρέφοντας προς αυτόν τη μύτη»] … Dictionary of Greek
αναγελώ — ( άω) (Α ἀναγελῶ) νεοελλ. 1. εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ 2. έχω χαρούμενη έκφραση αρχ. γελώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γελῶ] … Dictionary of Greek
αναμωκώμαι — ἀναμωκῶμαι ( άομαι) (Μ) χλευάζω, εμπαίζω, περιγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + μωκῶμαι «μορφάζω, χλευάζω, περιπαίζω»] … Dictionary of Greek
ανεμπαίζω — κ. ανα (Μ ἀνεμπαίζω) 1. εμπαίζω, περιγελώ παροιμ. «ο μυξής αναμπαίζει το σαλιάρη», «κάθετ η πομπή στη στράτα κι αναμπαίζει τους διαβάτες» (για τους καταγέλαστους που περιγελούν άλλους όμοιους ή καλύτερούς τους) 2. εξαπατώ … Dictionary of Greek
αντικαταμειδιώ — ἀντικαταμειδιῶ ( άω) (Α) περιγελώ, περιπαίζω … Dictionary of Greek